Δευτέρα 5 Απριλίου 2010

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ

Στους περασμένους τους καιρούς, στην πόλη της Αθήνας,
ο Ηράκλης ήταν βασιλιάς, ο ξακουστός ο Ρήγας.
Και της κυράς του το όνομα το λέγανε Αρτέμη ,
φρόνιμη ήταν κι όμορφη, μοσχομεγαλωμένη.
Ευτυχισμένοι ζούσανε οι δυο τους μες στα πλούτη,
ένα μόνο τους έλειπε μες στη ζωή ετούτη,
κι από τη στεναχώρια τους κόντευαν να ποθάνουν:
που δεν μπορούσανε κι αυτοί ένα παιδί να κάνουν.
Τον ήλιο και τον ουρανό συχνά παρακαλούσαν
να τους χαρίσουν το παιδί που τόσο πεθυμούσαν.
Οι ευχές τους εισακούστηκαν και, μια καλήν ημέρα,
έφερε η βασίλισσα στον κόσμο θυγατέρα.
Όνομα ο ρήγας έδωσε στην κόρη: Αρετούσα,
για τα καλά της τα πολλά, τα πλούτη και τα λούσα.
Μεγάλωνε η Αρετή σαν δροσερό κλωνάρι
κι επλήθαινε, στην ομορφιά, στη γνώση και στη χάρη...






(Τα παιδιά αναφέρονται στα ονόματα των γονιών της Αρετούσας)

*Μου θυμίζουν τους θεούς του Ολύμπου. Η Άρτεμη μου θυμίζει τη θεά του κυνηγιού (Ίρις),
- δεν ήταν θεοί, ήταν άνθρωποι (Πένυ)
*Ο Ηρακλής μου θυμίζει αυτόν που πολέμησε με τη Λερναία Ύδρα (Γιώργος).



...Σύμβουλο είχε ο βασιλιάς πιστό μες στην αυλή του το γέροντα Πεζόστρατο. Κι εκείνος το παιδί του Ρωτόκριτο το φώναζε κι όσοι το ξέραν λέγαν
πως ήτανε της αρχοντιάς και τσ’ αρετής η φλέβα.
Ήτανε δεκαοχτώ χρονώ, μα’ χε γερόντου γνώση
και αντρειά και δύναμη και φρόνηση άλλη τόση.
Μα στην αγάπη ήταν μικρός και άμαθος στ’ αλήθεια,
γι’ αυτό το βέλος του Έρωτα τον βρήκε μες στα στήθια.
Στο φίλο του τον καρδιακό –Πολύδωρο τον λέγαν-
τον πόνο του ομολογεί, τις φλόγες που τον καίγαν.
Λυπάται ο Πολύδωρος το φίλο του και κλαίει,
λόγια καλά και συνετά γυρίζει και του λέει:
- Ρωτόκριτε, τι να σου ειπώ, ποτές μου δε θαρρούσα
πως θα ερωτευόσουνα ποτέ την Αρετούσα.
Στο νου σου πώς εχώρεσε τέτοια μεγάλη ελπίδα;
Αδέρφι, τέτοιον κουζουλό εγώ δεν ξαναείδα.
Απλός εσύ, πώς τόλμησες να θες μια Ρηγοπούλα;
Πώς πέρασέ σου από το νου έστω και μια στιγμούλα;
- Αδέρφι μου, Πολύδωρε, το ξέρω, το κατέχω
πως με τον έρωτα αυτόν ξεμπερδεμό δεν έχω.
Φλόγα μου καίει την καρδιά και δεν μπορώ να γιάνω,
και για την Αρετούσα μου θα πέσω να πεθάνω...




(Τα παιδιά αναλύουν τις σύνθετες λέξεις)

Ερωτόκριτος: * Έρωτας και κρότος ή κρόκος.Έχει κριτές;(Πένυ). *Έχει τον κρίνο μέσα (Φένια).
Ο Πολύδωρος: * Πολύ και δόρυ (Νίκος). * Πολύ και δώρο (Φένια)
Τι σημαίνει Ερωτόκριτος: *Ερωτόκριτος σημαίνει ότι είσαι ερωτευμένος (Ίρις)







Νύχτα οι δύο φίλοι πήγανε έξω από το παλάτι,
να τραγουδήσουν του Έρωτα τις πίκρες και τα πάθη.
Και την αυγή αξημέρωτα γλυκά στην Αρετούσα
τραγούδια ελέγανε πολλά και ξύπνια την κρατούσαν.
Η Αρετή, σαν άκουσε τα όμορφα λαγούτα,
γυρίζει προς τη νένα της και λέει τα λόγια ετούτα:
- Νένα μου, το τραγούδι αυτό κάτι σαν λιγωμάρα
φέρνει μου μέσα στην καρδιά και μου’ ρχεται λαχτάρα. Μικρή ήταν και άμαθη και δεν κατείχε η δόλια
πως ο έρωτας της έφερνε τούτη τη στεναχώρια.
Η όρεξη της κόπηκε, δεν ήθελε να φάει,
η σκέψη της στων τραγουδιών τη μουσική πετάει.





(Τα παιδιά «διαβάζουν» την εικόνα)

*Ένα αγγελάκι (Αριάννα)
* Ξέρω πως λέγεται: Έρως! (Ελευθερία)* Έριξε ένα βέλος από έρωτα στην Αρετούσα, επειδή είναι ο άγγελος του έρωτα (Μελίνα). * Κι έχει και καρδιά (Νίκος)





(Τα παιδιά άκουσαν τα τραγούδια: «Το μινόρε της αυγής» και το «Άνοιξ΄το παραθύρι σου». Συζήτησαν για την καντάδα και για τα τραγούδια. Μέσω φωτοσκίασης «ζωντάνεψαν» τη σκηνή του μπαλκονιού)

Ερώτηση: Τι είναι καντάδα;
*Καντάδα είναι σαν την Αρετούσα και τον Ερωτόκριτο (Ραφαηλία)

Ερώτηση: Τι λέει ο κανταδόρος στην καλή του;
*Μάτια μου! (Διονυσία), * και ξανθέ βασιλικέ μου. Ο βασιλικός είναι ένα λουλούδι που μυρίζει. Άμα το ποτίζεις γίνεται ψηλό (Πένυ).
- Το βασιλικό τον δίνουν και στην εκκλησία (Φένια)

Ερώτηση: Γιατί ο κανταδόρος την προσφωνεί «σγουρέ βασιλικέ»;
* Μπορεί να είναι λεπτή (Ίρις). * Μπορεί να είναι όμορφη (Ελευθερία). * Μπορεί να μυρίζει ωραία (Μελίνα)

Ερώτηση: Αν κάνατε καντάδα στην αγαπημένη σας πώς θα την λέγατε;
Παναγιώτης, Χρήστος:- «Αγάπη μου», θα την έλεγα
Νίκος: - «Αγκαλιά μου»
Παντελής:- «Μωρό μου», «γλυκιά μου».

Ερώτηση: Πώς θα θέλατε να σας λέει ο αγαπημένος, όταν σας έκανε καντάδα;
(Τα κορίτσια ψιθυριστά, χωρίς να ακούσουν τα αγόρια ανταποκρίθηκαν στην ερώτηση και συναίνεσαν να μπουν τα λόγια τους στο παρόν βιβλίο)

Μελίνα:- «Λατρεία μου »
Ίρις: - «Εμένα ο Παντελής μου είπε ότι θα με λέει: Μωρό μου»
Ελευθερία: - «Αυτό που σου λέω δε θέλω να το πεις ούτε δυνατά, ούτε σιγά… Άγγελέ μου!»






Η σκηνή του μπαλκονιού

«Άνοιξ΄το παραθύρι σου, σγουρέ βασιλικέ μου...»





Ο ρήγας την κορούλα του την έβλεπε να λιώνει
(δίχως φαῒ η ομορφιά μαραίνεται, τελειώνει).
Και για να δει χαμόγελο στην κόρη του ν’ ανθίσει,
να την ιδεί να χαίρεται και να καλοκαρδίσει,
στους αντρειωμένους όπου γης στέλνει να τους καλέσει,
αρματωμένοι να’ ρθούνε. Και σ’ οποίονε αρέσει
με το κοντάρι έφιππος γενναία να πολεμήσει.
Και στο κονταροχτύπημα αυτός που θα νικήσει,
από τα χέρια τσ’ Αρετής, ολόχρυσο στεφάνι
απάνω στο κεφάλι του περήφανος να βάνει.
Τ’ ακούσεν ο Ρωτόκριτος του Πολυδώρου λέει:
- Της Αρετής μου η ψυχή κατέχω πως θα κλαίει
αν τύχει κι απ’ τα χέρια της αφήσω να μου πάρει
τ’ ολόχρυσο στεφάνι της έν’ άλλο παλικάρι.


(Τα παιδιά «διαβάζουν» την εικόνα και αναφέρονται στους στίχους)

*Από τον πολύ έρωτα δεν μπορούσε να φάει (Μελίνα). * Έκανε τσαλιμάκια στη μαμά της για να μη φάει (Πένυ)




Και να, η ώρα έφτασε, ήρθεν εκείνη η μέρα,
των αντρειωμένων τα σπαθιά να σκίσουν τον αέρα. Ρηγόπουλα, αφεντόπουλα, τρανοί καβαλαραίοι, αρματωμένοι φτάνουνε στης Αρετής τα μέρη.
Ήρθεν ο ρήγας και ψηλά έκατσε στο θρονί του,
και παραδίπλα οι συγγενείς κι όλοι οι εδικοί του.
Πόσα αφεντόπουλα όμορφα ήταν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.
Εβάρεσαν οι σάλπιγγες, τα βούκινα λαλούνε,
Τους πολεμάρχους προσκαλούν στη μάχη να ριχτούνε.
Κι όσοι καλά μονομαχούν και νικητές λογιούνται
ένας απά στον άλλονε θέλουνε να ριχτούνε,
ώσπου να βγει ο νικητής ο τελικός του αγώνα,
το όνομα του αθάνατο να μείναι στον αιώνα.
Ξαναβαρούν τις σάλπιγγες, τους νικητές καλούνε,
τους δυο που απομείνανε, στη μάχη να ριχτούνε.



(Τα παιδιά ανασυνθέτουν τους σίχους και κατασκευάζουν τις δικές τους ασπίδες)

Ερώτηση: Γιατί μονομάχησαν οι δύο νέοι;

*Για να δουν ποιος θα πάρει το χρυσό στεφάνι (Γιώργος)

Ερώτηση: Τι κρατούν για να προστατευτούν οι δύο νέοι;

* Τα όπλα, τις στολές, τις ασπίδες για να μην χτυπήσουν (Γιώργος) * Η στρογγυλή ασπίδα είναι για να προστατεύουν το σώμα και η μακρόστενη για να προστατεύουν το πρόσωπο (Παναγιώτης)











Στη μια μεριά ο Ρωτόκριτος στέκει σπροφορεμένος
κι απέναντι ο Κυπρίδημος τον βλέπει οργισμένος,
της Κύπρου το ρηγόπουλο, ο φοβερός πετρίτης,
που’ λαμπε σαν Αυγερινός και σαν Αποσπερίτης,
με τ’ αρματά του τα καλά, ομορφοπλουμισμένα,
που άλλον τέτοια να φορά δεν είχαν δει κανένα.
Λέει τότε ο Κυπρίδημος, της Κύπρου το καμάρι:
- Ρωτόκριτε, τώρα θα δεις στεφάνι ποιος θα πάρει.

Κι ως να το πει, απάνω του όρμηξε καβαλάρης,
σίφουνας, άνεμος σωστός, άγριος μακελάρης.
Τα’άλογα φρουματίσανε απ’ την πολλή τη βιάση,
κι ένας τον άλλον πάσκιζε πώς να κουτρουβαλιάσει.


(Τα παιδιά αναλύουν τις σύνθετες λέξεις)

Ο Κυπρίδημος: Κυπρί και Δήμος (Ελευθερία)
Κύπρος!! Από την Κύπρο είναι ο Κυπρίδημος (Παναγιώτης)
Ερώτηση: Τι σημαίνει «δήμος»;
*Είναι όνομα (Ελευθερία). * Ο δήμος Αθηναίων (Πένυ)




Ερώτηση: Πώς νομίζεις ότι νοιώθουν τα άλογα;
* Το ένα θύμωσε και το άλλο φοβάται (Αριάννα). *Το άλογο του Ερωτόκριτου είναι θυμωμένο, ανοίγει τη στοματάρα του (Πένυ)
* Έχει πίσω τα μάτια του και κοιτάει τον Ερωτόκριτο για να μην πέσει, επειδή γλιστράει (Ιάσονας). * Το άλογο του Κυπρίδημου κοιτάει τον Κυπρίδημο (Αριάννα), * επειδή φοβάται (Ίρις).*Δε θέλουν να κάνουν πόλεμο (Νίκος). *Το ένα είναι μικρό και το άλλο μεγάλο. Το ένα είναι άσπρο και το άλλο μαύρο (Χρήστος)






Από τους δυό πιο δυνατός εκείνη την ημέρα φάνηκεν ο Ρωτόκριτος.
Και τσ’ Αρετής πιο πέρα η δόλια η καρδούλα της εκόντευε να σπάσει,
γιατί φοβόταν μην τυχόν και τον καλό της χάσει. Ενίκησε ο Ρωτόκριτος,
στο ρήγα γονατίζει, και με χρυσό η Αρετή στεφάνι τον στολίζει.
Κι ο κόσμος όλος χαίρονταν για τ' άξιο παλικάρι,
που'χε περίσσια αντρειά και φρόνηση και χάρη.




(Τα παιδιά «διαβάζουν» την εικόνα)

*Βλέπω δύο ανθρώπους, ένα αγόρι και ένα κορίτσι. Το αγόρι έχει μουστάκι (Ραφαηλία). * Είναι σε μια πόλη. Έχουν κάτσει σε ένα μέρος που δεν περνάει κόσμς (Φένια). * Το αγόρι φοράει μια φούστα (Αριάννα). * Γιατί είναι τσολιάς (Χρήστος). * Αυτοί φοράνε άσπρες φουστανέλες(Πένυ). * Είναι πρίγκιπας και πριγκίπισσα (Όλα τα παιδιά). * Δεν είναι παντρεμένοι,τώρα παντρεύονται, αλλιώς

θα ήταν στο σπίτι τους. Είναι σε καφετέρια (Πένυ). * Είναι σε ένα παλάτι (Μελίνα). * Μήπως είναι έξω στο μπαλκόνι; (Ίρις). * Έχουν πάει βόλτα (Ελευθερία). * Είναι ο Ηρακλής και η Άρτεμη (Άντα).* Είναι η Αρετούσα και ο Ερωτόκριτος (Διονυσία), * η Αρετούσα και ο Ερωτόκριτος είναι διαφορετικοί από ότι στο παραμύθι επειδή…απλά το ζωγράφισε ένας άλλος άνθρωπος (Πένυ)

Θεόφιλος Χατζημιχάλης (Ερωτόκριτος και Αρετούσα)



Του λέει του Πεζόστρατου ο Ρωτόκριτος μια μέρα:

- Πατέρα μου, του βασιλιά αγαπώ τη θυγατέρα.

Παρακαλεί το γέρο του στο ρήγα να μιλήσει,

της ρηγοπούλας της καλής το χέρι να ζητήσει.

Ο βασιλιάς σαν άκουσε την προξενιά του γάμου:

- Λωλέ, λέει του γέροντα, χάσου από μπροστά μου.

Πώς να ζητήσεις τόλμησες εσύ τούτη τη χάρη,

γυναίκα του ο Ρωτόκριτος την Αρετή να πάρει;

Όσο για τον Ρωτόκριτο και την αποκοτιά του,

στην εξορία να διωχτεί θέλω η αφεντιά του.

Μεσάνυχτα ο Ρωτόκριτος στην Αρετούσα πάει

( αχ! την ψυχή οΈρωτας πώς την καρδιοχτυπάει!).

-Άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα;

Ο κύρης σου μ’ εξόρισε στης ξενιτιάς τη στράτα.

Φεύγω, μισεύω μακριά, σε άλλη γη θα μείνω,

μα την ψυχή και την καρδιά σε σένα την αφήνω.

Όρκο σου κάνω πως θα ζω μόνο για να γυρίσω,

αφού δίχως εσένα δε θέλω πια να ζήσω.

Η Αρετή που τ’ άκουσε κόντεψε να πεθάνει,

βγάνει το δαχτυλίδι στο χέρι του το βάνει.

- Το δαχτυλίδι τούτο δω να το φοράς στο χέρι,

γιατί –να ξέρεις-, όσο ζω, θα’ μαι δικό σου ταίρι.

Τώρα μονάχα ο θάνατος μπορεί να μας χωρίσει,

μα, αν είναι αγάπη δυνατή, στο τέλος θα νικήσει.








Και σαν να μην τους έφταναν ετούτοι οι μπελάδες,
έρχονται από το Βυζάντιο τρανοί προξενητάδες.
- Ρήγα Ηράκλη την ευχή στην κόρη σου να δώσεις,
βασίλισσα να την ιδείς και να την καμαρώσεις.
Του Βυζαντίου ο άρχοντας μας έστειλε σε σένα,
την Αρετή να πάρουμε πολύ μακριά στα ξένα.
Ρήγισσα θα’ ναι ξακουστή σ’ Ανατολή και Δύση
(μια τέτοια τύχη ποιος γονιός θέλει να την μποδίσει;)

Ο ρήγας, σαν τους άκουσε, έβαλε με το νου του
ταίρι το γληγορότερο να δώσει του παιδιού του.
Η Αρετή που το’ μαθε έπεσε να ποθάνει,
κάποιον που δεν αγάπαγε άντρα της να τον κάνει.
Της λέει ο Ηράκλης:
- Κόρη μου, ετοιμάσου για το γάμο.
Της Πόλης το ρηγόπουλο γαμπρό μου λέω να κάμω.
Λέει η Αρετή:
- Γονέοι μου, θερμά παρακαλώ σας,
ο γάμος αυτός δε γίνεται που’ χεται στο μυαλό σας.
Εγώ το ναι δε θα το πω. Κάλλιο να ξεψυχήσω
παρά τους δυο γονέους μου μόνους εδώ ν΄ αφήσω.
Ο Ηράκλης που το άκουσε πολύ του κακοφάνη,
την Αρετούσα στη στιγμή στα σίδερα τη βάνει.
















(Τα παιδιά φτιάχνουν με πηλό τη φυλακή της Αρετούσας)









Χρονάκια
τρία πέρασαν, ωσότου, κάποια μέρα,
κραυγή πολέμου φοβερή έσκισε τον αέρα.
Ο βασιλέας της Βλαχιάς μάζωξε το στρατό του,
του Ηράκλη το βασίλειο το ήθελε δικό του.
Το σύνορό τους έλεγε πως ήταν λαθεμένο
και τον Ηράκλη να ιδεί ήθελε πεθαμένο.
Μάχες πολλές γινόντανε και σκοτωμοί περίσσοι,
ο Ηράκλης δεν εμπόραγε τους Βλάχους να νικήσει.

Τα’ κουσεν ο Ρωτόκριτος τα θλιβερά μαντάτα,
πως στην Αθήνα πλάκωσαν των Βλάχων τα φουσάτα. Τα άρματά του ζώνεται, τον μαύρο του σελώνει
και στην Αθήνα γρήγορα σαν άνεμος ζυγώνει.
Ήθελε σαν πολεμιστής τη χώρα να βοηθήσει
και –αν μπορεί- το ρήγα του να κάμει να νικήσει. Φτάνει κοντά και τι να ιδεί: στη μάχη, μες στη μέση,
το βασιλιά σε κίνδυνο μεγάλο να’ χει πέσει.
Ορμάει ο Ρωτόκριτος μ’ όλη τη δύναμή του,
μήπως του ρήγα να σωθεί μπορέσει η ζωή του.
Χτυπάει οχτρούς με το σπαθί, χτυπιέται, δε λυγάει, ώσπου ασφαλή το βασιλιά μέσα στα τείχη πάει.
Του λέει τότε ο βασιλιάς:
-Αποθαμένος ήμουν,
κι εσύ μου την εχάρισες σήμερα τη ζωή μου.
Μαζί μου μείνε το λοιπόν και, μόλις ξεψυχήσω,
τέκνο και κληρονόμο μου σε όλα θα σ’ αφήσω.








Αυτά του είπε, κι ύστερα τους φύλακες φωνάζει, την Αρετή απ’ τη φυλακή να φέρουνε διατάζει.
Δίχως καιρό να χάσουνε, τους άρχοντες μαζώνουν,
του γάμου κάνουν τη γιορτή, γλεντούνε, ξεφαντώνουν.
Αγαπημένο αντρόγυνο γινήκανε οι δυο τους,
μ’ ανθούς όλοι τους έραιναν κι ευχές για το καλό τους.











Η ΦΥΛΑΚΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΟΥΣΑΣ


ΟΙ ΑΣΠΙΔΕΣ






Ομάδα νηπίων

Βολίδης Παντελής
Βολιώτη Άντα
Βρεττάκος Χρήστος
Γιαννοπούλου Ραφαηλία
Δεστεμπασίδη Ελευθερία
Δημόπουλος Ιάσονας
Θεοδοσίου Άγγελος
Καμάρας Γιώργος
Κασιμάτη Διονυσία
Λαλιώτη Αριάννα
Μαρτζάκλη Μελίνα
Μπουρνάκη Πένυ
Παπαδόπουλος Παναγιώτης
Πασχαλάκης Νίκος
Σαντοριναίου Ίρις
Τασούλη Φένια

Νηπιαγωγός : Γιώτα Βάρου
Σχεδιασμός και εποπτεία προγράμματος: Αΐντα Παλημέρη
Μορφοποίηση σελίδων: Γιώτα Βάρου
Ιούνιος 2009








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου